- μεταξωτοῦ
- μεταξωτόςof silkmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
ζέρσεϋ — και τζέρσεϋ, το 1. είδος πλεκτού μεταξωτού υφάσματος 2. λεπτό πλεκτό ύφασμα οποιασδήποτε ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου. Πρβλ. αγγλ. jersey, από την ονομασία τού νησιού Jersey, όπου το εν λόγω ύφασμα κατασκευάστηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κουκουλάρικος — η, ο 1. κατασκευασμένος από μεταξωτό νήμα 2. το ουδ. ως ουσ. το κουκουλάρικο ποικιλία μεταξωτού υφάσματος που κατασκευάζεται στο Σουφλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκούλι + κατάλ. άρικος (πρβλ. κλαψ άρικος, πεισματ άρικος)] … Dictionary of Greek
κουμάσι — (Κumasi). Πόλη (929.100 κάτ. το 2002) της Γκάνα, πρωτεύουσα της επαρχίας Ασάντι. Εκτείνεται σε λοφώδεις πεδιάδες ανάμεσα στους δύο βραχίονες του ποταμού Σουμπίν, σε απόσταση 220 χλμ. από τη θάλασσα. Αποτελεί εμπορικό και συγκοινωνιακό κόμβο μιας… … Dictionary of Greek
λαχούρι — το 1. είδος λεπτού μεταξωτού αργυροχρυσοκέντητου υφάσματος 2. συνεκδ. το χαρακτηριστικό σχέδιο το οποίο υπάρχει στην ύφανση τού υφάσματος αυτού 3. σάλι ή πέπλο γυναικών κατασκευασμένο με τέτοιο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lahuri < κύριο όν.… … Dictionary of Greek
λειοσηρικό — το είδος στιλπνού και λείου μεταξωτού υφάσματος, το ατλάζι, αλλ. ολοσηρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + σηρικό (< σήρ, ηρός «μεταξοσκώληκας»)] … Dictionary of Greek
μεταξοτυπία — Σύστημα εκτύπωσης γνωστό στους Κινέζους από την αρχαιότητα. Ως μήτρα χρησιμοποιείται ένα κομμάτι καθαρού μεταξωτού υφάσματος τεντωμένο σε τελάρο, επάνω στο οποίο γίνεται το σχέδιο με λιπαρά μολύβια ή μελάνια. Στη συνέχεια το ύφασμα επιστρώνεται… … Dictionary of Greek
μουαρέ — και μουάρ, το άκλ. 1. είδος υφάσματος, συνήθως μεταξωτού, με στιλπνή και κυματοειδή όψη 2. (τυπογρφ.) κακή εκτύπωση που έχει ως αποτέλεσμα οπτικά λεκιασμένη κατά τόπους εικόνα 3. φρ. «σχήμα μουαρέ» φυσ. το γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει όταν ένα… … Dictionary of Greek
σατέν — το, Ν άκλ. βασική μέθοδος ύφανσης, αλλά και είδος λεπτού, μεταξωτού στην αρχή, αλλά σήμερα και με άλλες ίνες κατασκευαζόμενου υφάσματος με λεία επιφάνεια, που είναι στιλπνή από την καλή όψη και θαμπή από την ανάποδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satin… … Dictionary of Greek